πλεγμάτιον

πλεγμάτιον
πλεγμάτιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλεγμάτιον — τὸ, Α [πλέγμα, ατος] μικρό πλέγμα …   Dictionary of Greek

  • πλεγμάτια — πλεγμάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεμάτι — το, Ν καθετί που έχει πλεχθεί, πλέγμα, δίχτυ («στο κρεμαστό μεσόκλωνο, πλεμάτι τής αράχνης», Γρυπ.) 2. (ειδικά) α) αλιευτικό δίχτυ β) δικτυωτός σάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλεγμάτιον, υποκορ. τού πλέγμα, με σίγηση τού γ (πρβλ. πλεύμων: πλεμόνι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”